Translation meaning & definition of the word "silesia" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σιλεσία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Silesia
[Σιλεσία]/sɪlizə/
noun
1. A region of central europe rich in deposits of coal and iron ore
- Annexed by prussia in 1742 but now largely in poland
- synonym:
- Silesia ,
- Slask ,
- Slezsko ,
- Schlesien
1. Μια περιοχή της κεντρικής ευρώπης πλούσια σε κοιτάσματα άνθρακα και σιδηρομεταλλεύματος
- Προσαρτήθηκε από την πρωσία το 1742, αλλά τώρα σε μεγάλο βαθμό στην πολωνία
- συνώνυμο:
- Σιλεσία ,
- Σφαίρα ,
- Σλέζκο ,
- Σλέσεν
2. A sturdy twill-weave cotton fabric
- Used for pockets and linings
- synonym:
- silesia
2. Ένα ανθεκτικό ύφασμα βαμβακιού
- Χρησιμοποιείται για τσέπες και επενδύσεις
- συνώνυμο:
- σιλεσία