Translation meaning & definition of the word "signer" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "υπογράφων" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Signer
[Υπογράφων]/saɪnər/
noun
1. Someone who can use sign language to communicate
- synonym:
- signer
1. Κάποιος που μπορεί να χρησιμοποιήσει τη νοηματική γλώσσα για να επικοινωνήσει
- συνώνυμο:
- υπογράφων
2. Someone who signs and is bound by a document
- synonym:
- signer ,
- signatory
2. Κάποιος που υπογράφει και δεσμεύεται από ένα έγγραφο
- συνώνυμο:
- υπογράφων ,
- υπογράφοντασ