Translation meaning & definition of the word "sierra" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σιέρα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sierra
[Σιέρα]/siɛrə/
noun
1. A range of mountains (usually with jagged peaks and irregular outline)
- synonym:
- sierra
1. Μια σειρά από βουνά (συνήθως με οδοντωτές κορυφές και ακανόνιστο περίγραμμα)
- συνώνυμο:
- σιέρα
2. A spanish mackerel of western north america
- synonym:
- sierra ,
- Scomberomorus sierra
2. Ένα ισπανικό σκουμπρί της δυτικής βόρειας αμερικής
- συνώνυμο:
- σιέρα ,
- Σκομπερόμορες σιέρα