Translation meaning & definition of the word "sideways" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλάγια" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sideways
[Πλάγια]/saɪdwez/
adjective
1. (of movement) at an angle
- synonym:
- crabwise ,
- sideways
1. (της κίνησης) σε γωνία
- συνώνυμο:
- καβουρόψυχα ,
- πλάγια
adverb
1. With one side forward or to the front
- "Turned sideways to show the profile"
- "Crabs seeming to walk sidewise"
- synonym:
- sideways ,
- sideway ,
- sidewise
1. Με τη μία πλευρά προς τα εμπρός ή προς τα εμπρός
- "Έτρεψε πλάγια για να δείξει το προφίλ"
- "Τραγούδια που φαίνεται να περπατούν πλάγια"
- συνώνυμο:
- πλάγια
2. From the side
- Obliquely
- "A picture lit sideways"
- "Scenes viewed sidewise"
- synonym:
- sideway ,
- sideways ,
- sidewise
2. Από την πλευρά
- Λοξά
- "Μια εικόνα φωτισμένη πλάγια"
- "Σαρώσεις που βλέπουν πλάγια"
- συνώνυμο:
- πλάγια
3. Toward one side
- "The car slipped sideways into the ditch"
- "Leaning sideways"
- "A figure moving sidewise in the shadows"
- synonym:
- sideways ,
- sideway ,
- sidewise
3. Προς τη μία πλευρά
- "Το αυτοκίνητο γλίστρησε πλάγια στο χαντάκι"
- "Πλάγια λεπίδα"
- "Μια φιγούρα που κινείται πλάγια στις σκιές"
- συνώνυμο:
- πλάγια
4. To, toward or at one side
- "Darting eyes looking sidelong out of a wizened face"
- synonym:
- sidelong ,
- sideways ,
- obliquely
4. Προς, προς ή από τη μία πλευρά
- "Βλέποντας τα μάτια που φαίνονται παρακμιακά από ένα εξασθενημένο πρόσωπο"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμενοσ ,
- πλάγια ,
- λοξά
Examples of using
She was amidst the shopping center and anxiously looking sideways.
Ήταν ανάμεσα στο εμπορικό κέντρο και με αγωνία κοιτάζοντας πλάγια.