Translation meaning & definition of the word "sidewalk" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πεζοδρόμιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sidewalk
[Πεζοδρόμιο]/saɪdwɔk/
noun
1. Walk consisting of a paved area for pedestrians
- Usually beside a street or roadway
- synonym:
- sidewalk ,
- pavement
1. Περίπατος που αποτελείται από πλακόστρωτο για πεζούς
- Συνήθως δίπλα σε δρόμο ή δρόμο
- συνώνυμο:
- πεζοδρόμιο
Examples of using
The angry chimp went up the sidewalk and ripped everybody's face off.
Ο θυμωμένος χιμπατζής ανέβηκε στο πεζοδρόμιο και έσκισε το πρόσωπο όλων.
There was a sunshade over the sidewalk.
Υπήρχε ένα ηλιοβασίλεμα πάνω από το πεζοδρόμιο.
I found a coin on the sidewalk.
Βρήκα ένα νόμισμα στο πεζοδρόμιο.