Translation meaning & definition of the word "sickly" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "άρρωστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sickly
[Αρρωστημένος]/sɪkli/
adjective
1. Unhealthy looking
- synonym:
- sallow ,
- sickly
1. Ανθυγιεινή εμφάνιση
- συνώνυμο:
- αγρανάπαυση ,
- αρρωστημένος
2. Somewhat ill or prone to illness
- "My poor ailing grandmother"
- "Feeling a bit indisposed today"
- "You look a little peaked"
- "Feeling poorly"
- "A sickly child"
- "Is unwell and can't come to work"
- synonym:
- ailing ,
- indisposed ,
- peaked(p) ,
- poorly(p) ,
- sickly ,
- unwell ,
- under the weather ,
- seedy
2. Κάπως άρρωστος ή επιρρεπής σε ασθένειες
- "Η καημένη η άρρωστη γιαγιά μου"
- "Αισθάνομαι λίγο αδιάθετος σήμερα"
- "Φαίνεσαι λίγο κορυφωμένος"
- "Αισθάνομαι άσχημα"
- "Ένα άρρωστο παιδί"
- "Δεν είναι καλά και δεν μπορεί να έρθει στη δουλειά"
- συνώνυμο:
- ασθενικός ,
- αδιάθετοσ ,
- κορυφή(p) ,
- κακώς(p) ,
- αρρωστημένος ,
- αδιαθεσία ,
- κάτω από τον καιρό ,
- βρώμικος