Translation meaning & definition of the word "sickle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "άρρωστος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sickle
[Άρρωστος]/sɪkəl/
noun
1. An edge tool for cutting grass or crops
- Has a curved blade and a short handle
- synonym:
- sickle ,
- reaping hook ,
- reap hook
1. Ένα εργαλείο ακρών για την κοπή χόρτου ή καλλιεργειών
- Έχει καμπύλη λεπίδα και κοντή λαβή
- συνώνυμο:
- δρεπάνι ,
- θερισμός γάντζου ,
- απολαμβάνω