Translation meaning & definition of the word "sic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σικ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sic
[Σικ]/sɪk/
verb
1. Urge to attack someone
- "The owner sicked his dogs on the intruders"
- "The shaman sics sorcerers on the evil spirits"
- synonym:
- sic ,
- set
1. Παροτρύνετε να επιτεθείτε σε κάποιον
- "Ο ιδιοκτήτης αρρώστησε τα σκυλιά του στους εισβολείς"
- "Οι μάγοι του σαμάνου καταπιάνονται με τα κακά πνεύματα"
- συνώνυμο:
- σικ ,
- σετ
adverb
1. Intentionally so written (used after a printed word or phrase)
- synonym:
- sic
1. Σκόπιμα έτσι γραμμένο (χρησιμοποιείται μετά από μια τυπωμένη λέξη ή φράση)
- συνώνυμο:
- σικ