Translation meaning & definition of the word "shuttle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μεταφορά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shuttle
[Μετακινούμενοσ]/ʃətəl/
noun
1. Badminton equipment consisting of a ball of cork or rubber with a crown of feathers
- synonym:
- shuttlecock ,
- bird ,
- birdie ,
- shuttle
1. Εξοπλισμός μπάντμιντον που αποτελείται από μια σφαίρα από φελλό ή καουτσούκ με ένα στέμμα από φτερά
- συνώνυμο:
- παπούτσι ,
- πουλί ,
- λεωφορείο
2. Public transport that consists of a bus or train or airplane that plies back and forth between two points
- synonym:
- shuttle
2. Δημόσιες συγκοινωνίες που αποτελούνται από λεωφορείο ή τρένο ή αεροπλάνο που εμπρός και πίσω μεταξύ δύο σημείων
- συνώνυμο:
- λεωφορείο
3. Bobbin that passes the weft thread between the warp threads
- synonym:
- shuttle
3. Μπομπίνα που περνά το νήμα υφαδιού μεταξύ των νημάτων στημονιού
- συνώνυμο:
- λεωφορείο
verb
1. Travel back and forth between two points
- synonym:
- shuttle
1. Ταξιδέψτε μπρος-πίσω μεταξύ δύο σημείων
- συνώνυμο:
- λεωφορείο
Examples of using
He caught the nine o'clock shuttle to New York.
Έπιασε το λεωφορείο των εννέα στη Νέα Υόρκη.
Where can I find a shuttle bus?
Πού μπορώ να βρω λεωφορείο?
Where should I wait for the shuttle bus?
Πού πρέπει να περιμένω για το λεωφορείο?