Translation meaning & definition of the word "shutter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείστε" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shutter
[Κλείστρο]/ʃətər/
noun
1. A mechanical device on a camera that opens and closes to control the time of a photographic exposure
- synonym:
- shutter
1. Μια μηχανική συσκευή σε μια κάμερα που ανοίγει και κλείνει για να ελέγξει το χρόνο μιας φωτογραφικής έκθεσης
- συνώνυμο:
- κλείστρο
2. A hinged blind for a window
- synonym:
- shutter
2. Ένας τυφλός για ένα παράθυρο
- συνώνυμο:
- κλείστρο
verb
1. Close with shutters
- "We shuttered the window to keep the house cool"
- synonym:
- shutter
1. Κλείστε με παντζούρια
- "Κλείσαμε το παράθυρο για να κρατήσουμε το σπίτι δροσερό"
- συνώνυμο:
- κλείστρο