Translation meaning & definition of the word "shutout" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλείσιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shutout
[Κλείνω]/ʃətaʊt/
noun
1. A defeat in a game where one side fails to score
- synonym:
- shutout ,
- skunk
1. Μια ήττα σε ένα παιχνίδι όπου η μία πλευρά αποτυγχάνει να σκοράρει
- συνώνυμο:
- αποκλεισμός ,
- παραλύω