Translation meaning & definition of the word "shun" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κλονισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shun
[Σουν]/ʃən/
verb
1. Avoid and stay away from deliberately
- Stay clear of
- synonym:
- shun ,
- eschew
1. Αποφύγετε και μείνετε μακριά από σκόπιμα
- Μείνετε μακριά από
- συνώνυμο:
- αποφεύγω ,
- εστία
2. Expel from a community or group
- synonym:
- banish ,
- ban ,
- ostracize ,
- ostracise ,
- shun ,
- cast out ,
- blackball
2. Αποβάλλουν από μια κοινότητα ή μια ομάδα
- συνώνυμο:
- εξορίζω ,
- απαγόρευση ,
- εξοστρακίζω ,
- αποφεύγω ,
- πετώ ,
- μπλάκφα