Translation meaning & definition of the word "shuffling" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπλοκάρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shuffling
[Ανακατεύοντασ]/ʃəflɪŋ/
noun
1. Walking with a slow dragging motion without lifting your feet
- "From his shambling i assumed he was very old"
- synonym:
- shamble ,
- shambling ,
- shuffle ,
- shuffling
1. Περπατώντας με μια αργή κίνηση χωρίς να σηκώσετε τα πόδια σας
- "Από το να του φανταστώ ότι ήταν πολύ μεγάλος"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- αναστατώνω ,
- ανακατεύοντασ
2. The act of mixing cards haphazardly
- synonym:
- shuffle ,
- shuffling ,
- make
2. Η πράξη της ανάμειξης καρτών τυχαία
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- ανακατεύοντασ ,
- βγάζω