Translation meaning & definition of the word "shuffler" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανακατευτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shuffler
[Ανακατωσούρησ]/ʃəfələr/
noun
1. The card player who shuffles the cards
- synonym:
- shuffler
1. Ο παίκτης της κάρτας που ανακατεύει τις κάρτες
- συνώνυμο:
- ανακατεύων
2. Someone who walks without raising the feet
- synonym:
- shuffler
2. Αυτός που περπατά χωρίς να σηκώνει τα πόδια
- συνώνυμο:
- ανακατεύων