Translation meaning & definition of the word "shuffle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μπάνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shuffle
[Ανακατεύω]/ʃəfəl/
noun
1. The act of mixing cards haphazardly
- synonym:
- shuffle ,
- shuffling ,
- make
1. Η πράξη της ανάμειξης καρτών τυχαία
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- ανακατεύοντασ ,
- βγάζω
2. Walking with a slow dragging motion without lifting your feet
- "From his shambling i assumed he was very old"
- synonym:
- shamble ,
- shambling ,
- shuffle ,
- shuffling
2. Περπατώντας με μια αργή κίνηση χωρίς να σηκώσετε τα πόδια σας
- "Από το να του φανταστώ ότι ήταν πολύ μεγάλος"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- αναστατώνω ,
- ανακατεύοντασ
verb
1. Walk by dragging one's feet
- "He shuffled out of the room"
- "We heard his feet shuffling down the hall"
- synonym:
- shuffle ,
- scuffle ,
- shamble
1. Περπατήστε σύροντας τα πόδια κάποιου
- "Βγήκε από το δωμάτιο"
- "Ακούσαμε τα πόδια του να ανακατεύουν την αίθουσα"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- ανακατώνω
2. Move about, move back and forth
- "He shuffled his funds among different accounts in various countries so as to avoid the irs"
- synonym:
- shuffle
2. Προχωρήστε, προχωρήστε μπρος-πίσω
- "Ανακάτεψε τα κεφάλαιά του μεταξύ διαφορετικών λογαριασμών σε διάφορες χώρες, ώστε να αποφύγει την πκδ"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω
3. Mix so as to make a random order or arrangement
- "Shuffle the cards"
- synonym:
- shuffle ,
- ruffle ,
- mix
3. Ανακατέψτε έτσι ώστε να κάνει μια τυχαία διαταγή ή ρύθμιση
- "Ανακατέψτε τις κάρτες"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- βάλτο