Translation meaning & definition of the word "showy" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Showy
[Επιδεικτικόσ]/ʃoʊi/
adjective
1. Marked by ostentation but often tasteless
- "A cheap showy rhinestone bracelet"
- "A splashy half-page ad"
- synonym:
- flamboyant ,
- showy ,
- splashy
1. Χαρακτηρίζεται από επίδειξη, αλλά συχνά άγευστο
- "Ένα φθηνό βραχιόλι στρας"
- "Μια διαφήμιση μισής σελίδας"
- συνώνυμο:
- φλογερόσ ,
- επιδεικτικόσ ,
- παλαβός
2. Displaying brilliance and virtuosity
- synonym:
- showy
2. Εμφάνιση λαμπρότητας και δεξιοτεχνίας
- συνώνυμο:
- επιδεικτικόσ
3. (used especially of clothes) marked by conspicuous display
- synonym:
- flashy ,
- gaudy ,
- jazzy ,
- showy ,
- sporty
3. (χρησιμοποιείται ειδικά για ρούχα) σημειώνεται από εμφανή οθόνη
- συνώνυμο:
- φανταχτερός ,
- τζαζ ,
- επιδεικτικόσ ,
- σπορ
4. Superficially attractive and stylish
- Suggesting wealth or expense
- "A glossy tv series"
- synonym:
- glossy ,
- showy
4. Επιφανειακά ελκυστικό και κομψό
- Προτείνοντας πλούτο ή έξοδα
- "Γυαλιστερή τηλεοπτική σειρά"
- συνώνυμο:
- γυαλιστερός ,
- επιδεικτικόσ