Translation meaning & definition of the word "showroom" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δωμάτιο εκθέσεως" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Showroom
[Αίθουσα εκθέσεωσ]/ʃoʊrʊm/
noun
1. An area where merchandise (such as cars) can be displayed
- "In britain a showroom is called a salesroom"
- synonym:
- showroom ,
- salesroom ,
- saleroom
1. Μια περιοχή όπου τα εμπορεύματα (όπως τα αυτοκίνητα) μπορεί να επιδειχθεί
- "Στη βρετανία ένας εκθεσιακός χώρος ονομάζεται αίθουσα πωλήσεων"
- συνώνυμο:
- εκθεσιακός χώρος ,
- αίθουσα πωλήσεων ,
- σαλερό