Translation meaning & definition of the word "show" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "εμφάνιση" στην ελληνική γλώσσα
Show
[Εμφάνιση]noun
1. The act of publicly exhibiting or entertaining
- "A remarkable show of skill"
- synonym:
- show
1. Η πράξη της δημόσιας έκθεσης ή διασκέδασης
- "Μια αξιοσημείωτη επίδειξη ικανοτήτων"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω
2. Something intended to communicate a particular impression
- "Made a display of strength"
- "A show of impatience"
- "A good show of looking interested"
- synonym:
- display ,
- show
2. Κάτι που προορίζεται να εκφράσει μια συγκεκριμένη εντύπωση
- "Κάναμε μια επίδειξη δύναμης"
- "Ένα επίδειξη ανυπομονησίας"
- "Μια καλή επίδειξη που δείχνει ενδιαφέρον"
- συνώνυμο:
- εμφάνιση ,
- εμφανίζω
3. A social event involving a public performance or entertainment
- "They wanted to see some of the shows on broadway"
- synonym:
- show
3. Μια κοινωνική εκδήλωση που περιλαμβάνει δημόσια παράσταση ή ψυχαγωγία
- "Θα ήθελαν να δουν μερικές από τις παραστάσεις στο μπρόντγουεϊ"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω
4. Pretending that something is the case in order to make a good impression
- "They try to keep up appearances"
- "That ceremony is just for show"
- synonym:
- appearance ,
- show
4. Προσποιούμενοι ότι κάτι συμβαίνει για να κάνουμε καλή εντύπωση
- "Προσπαθούν να συνεχίσουν τις εμφανίσεις"
- "Η τελετή είναι μόνο για παράσταση"
- συνώνυμο:
- εμφάνιση ,
- εμφανίζω
verb
1. Give an exhibition of to an interested audience
- "She shows her dogs frequently"
- "We will demo the new software in washington"
- synonym:
- show ,
- demo ,
- exhibit ,
- present ,
- demonstrate
1. Παρουσιάστε μια έκθεση σε ένα ενδιαφερόμενο κοινό
- "Δείχνει συχνά τα σκυλιά της"
- "Θα επισκευάσουμε το νέο λογισμικό στην ουάσινγκτον"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω ,
- επίδειξη ,
- εκθέτω ,
- παρών ,
- αποδεικνύω
2. Establish the validity of something, as by an example, explanation or experiment
- "The experiment demonstrated the instability of the compound"
- "The mathematician showed the validity of the conjecture"
- synonym:
- prove ,
- demonstrate ,
- establish ,
- show ,
- shew
2. Να καθορίσει την εγκυρότητα του κάτι, όπως με ένα παράδειγμα, εξήγηση ή πείραμα
- "Το πείραμα κατέδειξε την αστάθεια της ένωσης"
- "Ο μαθηματικός έδειξε την εγκυρότητα της εικασίας"
- συνώνυμο:
- αποδεικνύω ,
- καθιερώνω ,
- εμφανίζω ,
- ανατριχιάζω
3. Provide evidence for
- "The blood test showed that he was the father"
- "Her behavior testified to her incompetence"
- synonym:
- testify ,
- bear witness ,
- prove ,
- evidence ,
- show
3. Παρέχω αποδεικτικά στοιχεία για
- "Η εξέταση αίματος έδειξε ότι ήταν ο πατέρας"
- "Η συμπεριφορά της κατέθεσε την ανικανότητά της"
- συνώνυμο:
- καταθέτω ,
- αναθέτων ,
- αποδεικνύω ,
- αποδεικτικά στοιχεία ,
- εμφανίζω
4. Make visible or noticeable
- "She showed her talent for cooking"
- "Show me your etchings, please"
- synonym:
- show
4. Κάντε ορατό ή αισθητό
- "Δείχνει το ταλέντο της στη μαγειρική"
- "Δείξε μου τα χαρτιά σου, παρακαλώ"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω
5. Show in, or as in, a picture
- "This scene depicts country life"
- "The face of the child is rendered with much tenderness in this painting"
- synonym:
- picture ,
- depict ,
- render ,
- show
5. Εμφάνιση ή όπως σε μια εικόνα
- "Αυτή η σκηνή απεικονίζει τη ζωή της χώρας"
- "Το πρόσωπο του παιδιού αποδίδεται με μεγάλη τρυφερότητα σε αυτόν τον πίνακα"
- συνώνυμο:
- εικόνα ,
- απεικονίζω ,
- αποδίδω ,
- εμφανίζω
6. Give expression to
- "She showed her disappointment"
- synonym:
- express ,
- show ,
- evince
6. Εκφράζω
- "Δείχνει την απογοήτευσή της"
- συνώνυμο:
- εκφράζω ,
- εμφανίζω ,
- εκδηλώνω
7. Indicate a place, direction, person, or thing
- Either spatially or figuratively
- "I showed the customer the glove section"
- "He pointed to the empty parking space"
- "He indicated his opponents"
- synonym:
- indicate ,
- point ,
- designate ,
- show
7. Υποδείξτε ένα μέρος, κατεύθυνση, πρόσωπο ή πράγμα
- Είτε χωρικά είτε μεταφορικά
- "Δείξαμε στον πελάτη το τμήμα γαντιών"
- "Δείχνει τον άδειο χώρο στάθμευσης"
- "Δείχνει τους αντιπάλους του"
- συνώνυμο:
- υποδεικνύω ,
- σημείο ,
- ορίζω ,
- εμφανίζω
8. Be or become visible or noticeable
- "His good upbringing really shows"
- "The dirty side will show"
- synonym:
- show ,
- show up
8. Να είναι ή να γίνει ορατό ή αισθητό
- "Η καλή ανατροφή του δείχνει πραγματικά"
- "Η βρώμικη πλευρά θα δείξει"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω ,
- εμφανίζομαι
9. Indicate a certain reading
- Of gauges and instruments
- "The thermometer showed thirteen degrees below zero"
- "The gauge read `empty'"
- synonym:
- read ,
- register ,
- show ,
- record
9. Υποδείξτε μια συγκεκριμένη ανάγνωση
- Από μετρητές και όργανα
- "Το θερμόμετρο έδειξε δεκατρείς βαθμούς κάτω από το μηδέν"
- "Ο μετρητής διαβάζει `άδειος'"
- συνώνυμο:
- διαβάζω ,
- εγγραφείτε ,
- εμφανίζω ,
- εγγραφή
10. Give evidence of, as of records
- "The diary shows his distress that evening"
- synonym:
- show
10. Αποδεικνύει, ως αρχείο
- "Το ημερολόγιο δείχνει την αγωνία του εκείνο το βράδυ"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω
11. Take (someone) to their seats, as in theaters or auditoriums
- "The usher showed us to our seats"
- synonym:
- usher ,
- show
11. Πάρτε (απονε) στις θέσεις τους, όπως στα θέατρα ή στα αμφιθέατρα
- "Ο κληρονόμος μας έδειξε στις θέσεις μας"
- συνώνυμο:
- επιθυμών ,
- εμφανίζω
12. Finish third or better in a horse or dog race
- "He bet $2 on number six to show"
- synonym:
- show
12. Τερματίστε τρίτος ή καλύτερος σε έναν αγώνα αλόγων ή σκύλων
- "Ποντάρει $2 στον αριθμό έξι για να δείξει"
- συνώνυμο:
- εμφανίζω