Translation meaning & definition of the word "shove" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αφαίρεση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shove
[Σπρώχνω]/ʃəv/
noun
1. The act of shoving (giving a push to someone or something)
- "He gave the door a shove"
- synonym:
- shove
1. Η πράξη της απομάκρυνσης ( δίνει ώθηση σε κάποιον ή κάτι)
- "Έδωσε στην πόρτα ένα σπαθί"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω
verb
1. Come into rough contact with while moving
- "The passengers jostled each other in the overcrowded train"
- synonym:
- jostle ,
- shove
1. Ελάτε σε τραχιά επαφή με ενώ κινείστε
- "Οι επιβάτες ενοχλούσαν ο ένας τον άλλον στο υπερπλήρες τρένο"
- συνώνυμο:
- τραβώ ,
- ανακατώνω
2. Push roughly
- "The people pushed and shoved to get in line"
- synonym:
- shove
2. Πιέζω περίπου
- "Οι άνθρωποι έσπρωξαν και σπρώχτηκαν για να μπουν στη γραμμή"
- συνώνυμο:
- ανακατώνω
3. Press or force
- "Stuff money into an envelope"
- "She thrust the letter into his hand"
- synonym:
- thrust ,
- stuff ,
- shove ,
- squeeze
3. Πρέσα ή δύναμη
- "Βάλτε τα χρήματα σε ένα φάκελο"
- "Έβαλε το γράμμα στο χέρι του"
- συνώνυμο:
- ώθηση ,
- πράγματα ,
- ανακατώνω ,
- συμπιέζω
Examples of using
Tom gave Mary a shove.
Ο Τομ έδωσε στη Μαίρη ένα σάλι.
The granny gave me a shove and dashed to the door.
Η γιαγιά μου έδωσε ένα σέλα και έπεσε στην πόρτα.
She laughed and gave me a playful shove.
Εκείνη γέλασε και μου έδωσε ένα παιχνιδιάρικο ρόφημα.