Translation meaning & definition of the word "shot" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πυροβόλησε" στην ελληνική γλώσσα
Shot
[Πυροβολισμός]noun
1. The act of firing a projectile
- "His shooting was slow but accurate"
- synonym:
- shooting ,
- shot
1. Η πράξη της πυροδότησης ενός βλήματος
- "Η λήψη του ήταν αργή αλλά ακριβής"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός
2. A solid missile discharged from a firearm
- "The shot buzzed past his ear"
- synonym:
- shot ,
- pellet
2. Ένας στερεός πύραυλος που εκτοξεύεται από ένα πυροβόλο όπλο
- "Ο πυροβολισμός βούιζε πέρα από το αυτί του"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- σβόλοσ
3. (sports) the act of swinging or striking at a ball with a club or racket or bat or cue or hand
- "It took two strokes to get out of the bunker"
- "A good shot requires good balance and tempo"
- "He left me an almost impossible shot"
- synonym:
- stroke ,
- shot
3. (αθλήματα) η πράξη της ταλάντευσης ή του χτυπήματος σε μια μπάλα με ένα κλαμπ ή ρακέτα ή ρόπαλο ή σύνθημα ή χέρι
- "Χρειάστηκαν δύο εγκεφαλικά επεισόδια για να βγούμε από το καταφύγιο"
- "Ένας καλός πυροβολισμός απαιτεί καλή ισορροπία και ρυθμό"
- "Μου άφησε ένα σχεδόν αδύνατο σουτ"
- συνώνυμο:
- εγκεφαλικό επεισόδιο ,
- πυροβολισμός
4. A chance to do something
- "He wanted a shot at the champion"
- synonym:
- shot ,
- crack
4. Ευκαιρία να κάνεις κάτι
- "Θα ήθελε έναν πυροβολισμό στον πρωταθλητή"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- ραβδίζω
5. A person who shoots (usually with respect to their ability to shoot)
- "He is a crack shot"
- "A poor shooter"
- synonym:
- shot ,
- shooter
5. Ένα άτομο που πυροβολεί (συνήθως σε σχέση με την ικανότητά τους να πυροβολούν)
- "Είναι μια βολή ρωγμών"
- "Φτωχός σκοπευτής"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- σκοπευτήσ
6. A consecutive series of pictures that constitutes a unit of action in a film
- synonym:
- scene ,
- shot
6. Μια διαδοχική σειρά εικόνων που αποτελεί μια μονάδα δράσης σε μια ταινία
- συνώνυμο:
- σκηνή ,
- πυροβολισμός
7. The act of putting a liquid into the body by means of a syringe
- "The nurse gave him a flu shot"
- synonym:
- injection ,
- shot
7. Η πράξη της τοποθέτησης υγρού στο σώμα μέσω σύριγγας
- "Η νοσοκόμα του έδωσε ένα πλάνο γρίπης"
- συνώνυμο:
- έγχυση ,
- πυροβολισμός
8. A small drink of liquor
- "He poured a shot of whiskey"
- synonym:
- nip ,
- shot
8. Ένα μικρό ποτό αλκοόλ
- "Έχυσε ένα πλάνο ουίσκι"
- συνώνυμο:
- νιπ ,
- πυροβολισμός
9. An aggressive remark directed at a person like a missile and intended to have a telling effect
- "His parting shot was `drop dead'"
- "She threw shafts of sarcasm"
- "She takes a dig at me every chance she gets"
- synonym:
- shot ,
- shaft ,
- slam ,
- dig ,
- barb ,
- jibe ,
- gibe
9. Μια επιθετική παρατήρηση που απευθύνεται σε ένα άτομο σαν πύραυλος και προορίζεται να έχει ένα ευνοϊκό αποτέλεσμα
- "Ο χωρισμός του πυροβολισμού του ήταν `σκυφτείτε νεκρός'"
- "Έδωσε άξονες σαρκασμού"
- "Παίρνει μια ανασκαφή σε μένα κάθε ευκαιρία που παίρνει"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- άξονας ,
- πλατύ ,
- σκάβω ,
- μπαρμπ ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα
10. An estimate based on little or no information
- synonym:
- guess ,
- guesswork ,
- guessing ,
- shot ,
- dead reckoning
10. Μια εκτίμηση που βασίζεται σε ελάχιστες ή καθόλου πληροφορίες
- συνώνυμο:
- μαντέψτε ,
- εικασία ,
- μαντεύω ,
- πυροβολισμός ,
- νεκρός υπολογισμός
11. An informal photograph
- Usually made with a small hand-held camera
- "My snapshots haven't been developed yet"
- "He tried to get unposed shots of his friends"
- synonym:
- snapshot ,
- snap ,
- shot
11. Μια άτυπη φωτογραφία
- Συνήθως γίνεται με μια μικρή φορητή κάμερα
- "Τα στιγμιότυπά μου δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα"
- "Προσπάθησε να πάρει ανεπιβολή πλάνα των φίλων του"
- συνώνυμο:
- στιγμιότυπο ,
- αποτυγχάνω ,
- πυροβολισμός
12. Sports equipment consisting of a heavy metal ball used in the shot put
- "He trained at putting the shot"
- synonym:
- shot
12. Αθλητικός εξοπλισμός που αποτελείται από μια βαριά μεταλλική σφαίρα που χρησιμοποιείται στη βολή
- "Εκπαιδεύτηκε στο να βάζει τον πυροβολισμό"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός
13. An explosive charge used in blasting
- synonym:
- shot
13. Ένα εκρηκτικό φορτίο που χρησιμοποιείται στην ανατίναξη
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός
14. A blow hard enough to cause injury
- "He is still recovering from a shot to his leg"
- "I caught him with a solid shot to the chin"
- synonym:
- shot
14. Ένα χτύπημα αρκετά σκληρό για να προκαλέσει τραυματισμό
- "Ακόμα αναρρώνει από έναν πυροβολισμό στο πόδι του"
- "Τον έπιασα με ένα στερεό πλάνο στο πηγούνι"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός
15. An attempt to score in a game
- synonym:
- shot
15. Μια προσπάθεια να σκοράρει σε ένα παιχνίδι
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός
16. Informal words for any attempt or effort
- "He gave it his best shot"
- "He took a stab at forecasting"
- synonym:
- shot ,
- stab
16. Ανεπίσημες λέξεις για κάθε προσπάθεια ή προσπάθεια
- "Του έδωσε το καλύτερο σουτ"
- "Πήρε μια μαχαιριά στην πρόβλεψη"
- συνώνυμο:
- πυροβολισμός ,
- μαχαιρώ
17. The launching of a missile or spacecraft to a specified destination
- synonym:
- blastoff ,
- shot
17. Η εκτόξευση πυραύλου ή διαστημικού σκάφους σε συγκεκριμένο προορισμό
- συνώνυμο:
- ανατίναξη ,
- πυροβολισμός
adjective
1. Varying in color when seen in different lights or from different angles
- "Changeable taffeta"
- "Chatoyant (or shot) silk"
- "A dragonfly hovered, vibrating and iridescent"
- synonym:
- changeable ,
- chatoyant ,
- iridescent ,
- shot
1. Ποικίλλει στο χρώμα όταν φαίνεται σε διαφορετικά φώτα ή από διαφορετικές γωνίες
- "Μεταβλητή ταφτά"
- "Καταλαβαίνω (ορ κυνηγημένο) μετάξι"
- "Μια λιβελούλα που αιωρείται, δονείται και ιριδίζουσα"
- συνώνυμο:
- μεταβλητόσ ,
- επιτηδευμένοσ ,
- ιριδίζον ,
- πυροβολισμός