Translation meaning & definition of the word "shortstop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "στάση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shortstop
[Κοντοκουμέντο]/ʃɔrtstɑp/
noun
1. (baseball) the person who plays the shortstop position
- synonym:
- shortstop
1. (βασεμπολ) το άτομο που παίζει τη θέση σύντομης στάσης
- συνώνυμο:
- απλόσ
2. The fielding position of the player on a baseball team who is stationed between second and third base
- synonym:
- shortstop ,
- short
2. Η θέση του παίκτη σε μια ομάδα του μπέιζμπολ που σταθμεύει μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης
- συνώνυμο:
- απλόσ ,
- σύντομος