Translation meaning & definition of the word "shortsighted" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "μυστικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shortsighted
[Συντομευμένοσ]/ʃɔrtsaɪtɪd/
adjective
1. Lacking foresight or scope
- "A short view of the problem"
- "Shortsighted policies"
- "Shortsighted critics derided the plan"
- "Myopic thinking"
- synonym:
- short ,
- shortsighted ,
- unforesightful ,
- myopic
1. Έλλειψη πρόβλεψης ή πεδίου εφαρμογής
- "Μια σύντομη εικόνα του προβλήματος"
- "Μεταμφιεσμένες πολιτικές"
- "Οι μεταμφιεσμένοι κριτικοί χλεύασαν το σχέδιο"
- "Μυωπική σκέψη"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- κοντόφθαλμοσ ,
- απρόβλεπτοσ ,
- μυωπικόσ
2. Unable to see distant objects clearly
- synonym:
- nearsighted ,
- shortsighted ,
- myopic
2. Δεν μπορεί να δει μακρινά αντικείμενα
- συνώνυμο:
- προχωρημένοσ ,
- κοντόφθαλμοσ ,
- μυωπικόσ
3. Not given careful consideration
- "Ill-considered actions often result in disaster"
- "An ill-judged attempt"
- synonym:
- ill-considered ,
- ill-judged ,
- improvident ,
- shortsighted
3. Δεν εξετάζεται προσεκτικά
- "Οι παράλληλες ενέργειες συχνά οδηγούν σε καταστροφή"
- "Αδικαιολόγητη προσπάθεια"
- συνώνυμο:
- ανεξέλεγκτοσ ,
- αδικαιολόγητοσ ,
- αυτοσχεδιαστήσ ,
- κοντόφθαλμοσ