Translation meaning & definition of the word "shortness" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντομία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shortness
[Συντομία]/ʃɔrtnəs/
noun
1. The property of being of short spatial extent
- "The shortness of the channel crossing"
- synonym:
- shortness
1. Η ιδιότητα του να είναι μικρής χωρικής έκτασης
- "Η δύσπνοια της διέλευσης της μάγχης"
- συνώνυμο:
- δύσπνοια
2. The condition of being short of something
- "There was no shortness of money"
- "Can cause shortness of breath"
- synonym:
- shortness
2. Η κατάσταση του να είσαι λιγότερο από κάτι
- "Δεν υπήρχε λαχάνιασμα"
- "Μπορεί να προκαλέσει δύσπνοια"
- συνώνυμο:
- δύσπνοια
3. The property of being truncated or short
- synonym:
- shortness ,
- truncation
3. Η ιδιοκτησία του να είναι κοντή ή περιορισμένη
- συνώνυμο:
- δύσπνοια ,
- περικοπή
4. The property of being of short temporal extent
- "The shortness of air travel time"
- synonym:
- shortness
4. Η ιδιότητα του να είναι μικρής χρονικής έκτασης
- "Η δύσπνοια του χρόνου αεροπορικών ταξιδιών"
- συνώνυμο:
- δύσπνοια
5. The property of being shorter than average stature
- synonym:
- shortness
5. Η ιδιότητα του να είναι μικρότερη από το μέσο ανάστημα
- συνώνυμο:
- δύσπνοια
6. An abrupt discourteous manner
- synonym:
- abruptness ,
- brusqueness ,
- curtness ,
- gruffness ,
- shortness
6. Ένας απότομος αποκρουστικός τρόπος
- συνώνυμο:
- απότομο ,
- ανοησία ,
- περικοπή ,
- τραχύτητα ,
- δύσπνοια