Translation meaning & definition of the word "shortfall" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συντριβή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shortfall
[Έλλειψη]/ʃɔrtfɔl/
noun
1. The property of being an amount by which something is less than expected or required
- "New blood vessels bud out from the already dilated vascular bed to make up the nutritional deficit"
- synonym:
- deficit ,
- shortage ,
- shortfall
1. Η ιδιότητα του να είναι ένα ποσό κατά το οποίο κάτι είναι λιγότερο από το αναμενόμενο ή απαιτείται
- "Τα νέα αιμοφόρα αγγεία εξέρχονται από το ήδη διασταλμένο αγγειακό κρεβάτι για να αποτελέσουν το θρεπτικό έλλειμμα"
- συνώνυμο:
- έλλειμμα ,
- έλλειψη