Translation meaning & definition of the word "shortage" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συντόμευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shortage
[Έλλειψη]/ʃɔrtəʤ/
noun
1. The property of being an amount by which something is less than expected or required
- "New blood vessels bud out from the already dilated vascular bed to make up the nutritional deficit"
- synonym:
- deficit ,
- shortage ,
- shortfall
1. Η ιδιότητα του να είναι ένα ποσό κατά το οποίο κάτι είναι λιγότερο από το αναμενόμενο ή απαιτείται
- "Τα νέα αιμοφόρα αγγεία εξέρχονται από το ήδη διασταλμένο αγγειακό κρεβάτι για να αποτελέσουν το θρεπτικό έλλειμμα"
- συνώνυμο:
- έλλειμμα ,
- έλλειψη
2. An acute insufficiency
- synonym:
- dearth ,
- famine ,
- shortage
2. Οξεία ανεπάρκεια
- συνώνυμο:
- αγαπητόσ ,
- λιμός ,
- έλλειψη
Examples of using
The emerging labor shortage is viewed as a sign of economic overheating.
Η αναδυόμενη έλλειψη εργασίας θεωρείται ένδειξη οικονομικής υπερθέρμανσης.
There is a shortage of good building wood.
Υπάρχει έλλειψη καλού ξύλου κτιρίου.
A water shortage causes a lot of inconvenience.
Η έλλειψη νερού προκαλεί πολλές ενοχλήσεις.