Translation meaning & definition of the word "short" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύντομη" στην ελληνική γλώσσα
Short
[Σύντομος]noun
1. The location on a baseball field where the shortstop is stationed
- synonym:
- short
1. Η τοποθεσία σε ένα πεδίο του μπέιζμπολ όπου είναι σταθμευμένο το κοντό σταθμό
- συνώνυμο:
- σύντομος
2. Accidental contact between two points in an electric circuit that have a potential difference
- synonym:
- short circuit ,
- short
2. Τυχαία επαφή μεταξύ δύο σημείων σε ένα ηλεκτρικό κύκλωμα που έχουν μια πιθανή διαφορά
- συνώνυμο:
- βραχυκύκλωμα ,
- σύντομος
3. The fielding position of the player on a baseball team who is stationed between second and third base
- synonym:
- shortstop ,
- short
3. Η θέση του παίκτη σε μια ομάδα του μπέιζμπολ που σταθμεύει μεταξύ δεύτερης και τρίτης βάσης
- συνώνυμο:
- απλόσ ,
- σύντομος
verb
1. Cheat someone by not returning him enough money
- synonym:
- short-change ,
- short
1. Εξαπατήστε κάποιον με το να μην του επιστρέψει αρκετά χρήματα
- συνώνυμο:
- βραχεία αλλαγή ,
- σύντομος
2. Create a short circuit in
- synonym:
- short-circuit ,
- short
2. Δημιουργήστε ένα βραχυκύκλωμα στο
- συνώνυμο:
- βραχυκύκλωμα ,
- σύντομος
adjective
1. Primarily temporal sense
- Indicating or being or seeming to be limited in duration
- "A short life"
- "A short flight"
- "A short holiday"
- "A short story"
- "Only a few short months"
- synonym:
- short
1. Κυρίως η χρονική αίσθηση
- Η ένδειξη ή η ύπαρξη ή φαίνεται να είναι περιορισμένη σε διάρκεια
- "Μια σύντομη ζωή"
- "Μια σύντομη πτήση"
- "Μικρές διακοπές"
- "Μια σύντομη ιστορία"
- "Μόνο μερικούς μήνες"
- συνώνυμο:
- σύντομος
2. (primarily spatial sense) having little length or lacking in length
- "Short skirts"
- "Short hair"
- "The board was a foot short"
- "A short toss"
- synonym:
- short
2. (πρωτίστως χωρική αίσθηση) με μικρό μήκος ή έλλειψη μήκους
- "Μικρές φούστες"
- "Βραστά μαλλιά"
- "Το διοικητικό συμβούλιο ήταν κοντό πόδι"
- "Ένα σύντομο πουλί"
- συνώνυμο:
- σύντομος
3. Low in stature
- Not tall
- "He was short and stocky"
- "Short in stature"
- "A short smokestack"
- "A little man"
- synonym:
- short ,
- little
3. Χαμηλό σε ανάστημα
- Όχι ψηλός
- "Ήταν κοντός και απόκρημνος"
- "Βραχυκύκλωμα"
- "Ένα μικρό καπνιστό"
- "Ένας μικρός άνθρωπος"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- λίγο
4. Not sufficient to meet a need
- "An inadequate income"
- "A poor salary"
- "Money is short"
- "On short rations"
- "Food is in short supply"
- "Short on experience"
- synonym:
- inadequate ,
- poor ,
- short
4. Δεν είναι αρκετό για να καλύψει μια ανάγκη
- "Ανεπαρκές εισόδημα"
- "Κακός μισθός"
- "Τα χρήματα είναι σύντομα"
- "Σε σύντομες μερίδες"
- "Το φαγητό είναι σε σύντομο εφοδιασμό"
- "Σύντομη εμπειρία"
- συνώνυμο:
- ανεπαρκής ,
- φτωχός ,
- σύντομος
5. (of memory) deficient in retentiveness or range
- "A short memory"
- synonym:
- unretentive ,
- forgetful ,
- short
5. ( της μνήμης) ανεπαρκής σε επαναληπτικότητα ή εύρος
- "Μια σύντομη μνήμη"
- συνώνυμο:
- ανεπιτήδευτοσ ,
- ξεχασιάρησ ,
- σύντομος
6. Not holding securities or commodities that one sells in expectation of a fall in prices
- "A short sale"
- "Short in cotton"
- synonym:
- short
6. Να μην κατέχει τίτλους ή εμπορεύματα που πωλεί κανείς περιμένοντας πτώση των τιμών
- "Μια σύντομη πώληση"
- "Κοντό σε βαμβάκι"
- συνώνυμο:
- σύντομος
7. Of speech sounds or syllables of relatively short duration
- "The english vowel sounds in `pat', `pet', `pit', `pot', putt' are short"
- synonym:
- short
7. Από ήχους ομιλίας ή συλλαβές σχετικά μικρής διάρκειας
- "Το αγγλικό φωνήεν ακούγεται σε `αγώνα', `κατοικίδιο', `ποτ', `ποτ', δεν είναι σύντομο"
- συνώνυμο:
- σύντομος
8. Less than the correct or legal or full amount often deliberately so
- "A light pound"
- "A scant cup of sugar"
- "Regularly gives short weight"
- synonym:
- light ,
- scant(p) ,
- short
8. Λιγότερο από το σωστό ή νόμιμο ή πλήρες ποσό συχνά σκόπιμα
- "Μια ελαφριά λίρα"
- "Ένα λιγοστό φλιτζάνι ζάχαρη"
- "Συνήθως δίνει μικρό βάρος"
- συνώνυμο:
- φως ,
- σκαντ()<TAG1> ,
- σύντομος
9. Lacking foresight or scope
- "A short view of the problem"
- "Shortsighted policies"
- "Shortsighted critics derided the plan"
- "Myopic thinking"
- synonym:
- short ,
- shortsighted ,
- unforesightful ,
- myopic
9. Έλλειψη πρόβλεψης ή πεδίου εφαρμογής
- "Μια σύντομη εικόνα του προβλήματος"
- "Μεταμφιεσμένες πολιτικές"
- "Οι μεταμφιεσμένοι κριτικοί χλεύασαν το σχέδιο"
- "Μυωπική σκέψη"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- κοντόφθαλμοσ ,
- απρόβλεπτοσ ,
- μυωπικόσ
10. Tending to crumble or break into flakes due to a large amount of shortening
- "Shortbread is a short crumbly cookie"
- "A short flaky pie crust"
- synonym:
- short
10. Τείνουν να θρυμματιστούν ή να σπάσουν σε νιφάδες λόγω μεγάλης ποσότητας συντόμευσης
- "Το κοντό ψωμί είναι ένα κοντό ψίχουλο μπισκότο"
- "Ένας κοντός φλοιός πίτας"
- συνώνυμο:
- σύντομος
11. Marked by rude or peremptory shortness
- "Try to cultivate a less brusque manner"
- "A curt reply"
- "The salesgirl was very short with him"
- synonym:
- brusque ,
- brusk ,
- curt ,
- short(p)
11. Χαρακτηρίζεται από αγενή ή περηφανιαία δύσπνοια
- "Προσπαθήστε να καλλιεργήσετε έναν λιγότερο σκληρό τρόπο"
- "Μια απάντηση περικοπής"
- "Η πωλήτρια ήταν πολύ μικρή μαζί του"
- συνώνυμο:
- βρυκόλακας ,
- μπρουσκ ,
- περικόπτω ,
- σορ()<TAG1>
adverb
1. Quickly and without warning
- "He stopped suddenly"
- synonym:
- abruptly ,
- suddenly ,
- short ,
- dead
1. Γρήγορα και χωρίς προειδοποίηση
- "Σταμάτησε ξαφνικά"
- συνώνυμο:
- απότομα ,
- ξαφνικά ,
- σύντομος ,
- νεκρός
2. Without possessing something at the time it is contractually sold
- "He made his fortune by selling short just before the crash"
- synonym:
- short
2. Χωρίς να κατέχει κάτι τη στιγμή που πωλείται συμβατικά
- "Έκανε την περιουσία του πουλώντας λίγο πριν από τη συντριβή"
- συνώνυμο:
- σύντομος
3. Clean across
- "The car's axle snapped short"
- synonym:
- short
3. Καθαρίζω
- "Ο άξονας του αυτοκινήτου έσπασε κοντά"
- συνώνυμο:
- σύντομος
4. At some point or distance before a goal is reached
- "He fell short of our expectations"
- synonym:
- short
4. Σε κάποιο σημείο ή απόσταση πριν επιτευχθεί ένας στόχος
- "Απουσίαζε τις προσδοκίες μας"
- συνώνυμο:
- σύντομος
5. So as to interrupt
- "She took him up short before he could continue"
- synonym:
- short
5. Για να διακόψετε
- "Τον πήρε λίγο πριν μπορέσει να συνεχίσει"
- συνώνυμο:
- σύντομος
6. At a disadvantage
- "I was caught short"
- synonym:
- short ,
- unawares
6. Σε μειονεκτική θέση
- "Με έπιασαν σύντομη"
- συνώνυμο:
- σύντομος ,
- αποφεύγω
7. In a curt, abrupt and discourteous manner
- "He told me curtly to get on with it"
- "He talked short with everyone"
- "He said shortly that he didn't like it"
- synonym:
- curtly ,
- short ,
- shortly
7. Με έναν περιορισμένο, απότομο και επίπονο τρόπο
- "Μου είπε με πείσμα να συνεχίσω με αυτό"
- "Μίλησε σύντομα με όλους"
- "Είπε σύντομα ότι δεν του άρεσε"
- συνώνυμο:
- περιττό ,
- σύντομος ,
- σύντομα