Translation meaning & definition of the word "shopkeeper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "καταστηματάρχης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shopkeeper
[Καταστηματάρχησ]/ʃɑpkipər/
noun
1. A merchant who owns or manages a shop
- synonym:
- shopkeeper ,
- tradesman ,
- storekeeper ,
- market keeper
1. Ένας έμπορος που κατέχει ή διαχειρίζεται ένα κατάστημα
- συνώνυμο:
- καταστηματάρχησ ,
- έμπορος ,
- αποθηκευτήσ ,
- φύλακας της αγοράς
Examples of using
"What kind of feeling?" the shopkeeper asked.
"Τι είδους συναίσθημα?" ο καταστηματάρχης ρώτησε.
"I believe that the code for Lebanon is 100," the shopkeeper said.
"Πιστεύω ότι ο κώδικας για το Λίβανο είναι 100", είπε ο καταστηματάρχης.
"You have expensive taste!" the shopkeeper exclaimed. "Are you sure you don't want to look through our cheaper variants first?"
"Έχετε ακριβή γεύση!" ο καταστηματάρχης αναφώνησε. "Είστε σίγουροι ότι δεν θέλετε να κοιτάξετε πρώτα τις φθηνότερες παραλλαγές μας?"