Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "shop" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κατάστημα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Shop

[Κατάστημα]
/ʃɑp/

noun

1. A mercantile establishment for the retail sale of goods or services

  • "He bought it at a shop on cape cod"
    synonym:
  • shop
  • ,
  • store

1. Εμπορική εγκατάσταση για τη λιανική πώληση αγαθών ή υπηρεσιών

  • "Το αγόρασε σε ένα κατάστημα στο κέιπ κόντ"
    συνώνυμο:
  • κατάστημα

2. Small workplace where handcrafts or manufacturing are done

    synonym:
  • workshop
  • ,
  • shop

2. Μικρός χώρος εργασίας όπου γίνονται χειροτεχνίες ή κατασκευή

    συνώνυμο:
  • εργαστήριο
  • ,
  • κατάστημα

3. A course of instruction in a trade (as carpentry or electricity)

  • "I built a birdhouse in shop"
    synonym:
  • shop class
  • ,
  • shop

3. Μια πορεία διδασκαλίας σε ένα εμπόριο (ας ξυλουργικής ή ηλεκτρικής ενέργειας)

  • "Έφτιαξα ένα σπίτι πουλιών στο κατάστημα"
    συνώνυμο:
  • κατηγορία καταστημάτων
  • ,
  • κατάστημα

verb

1. Do one's shopping

  • "She goes shopping every friday"
    synonym:
  • shop

1. Κάνε κάποιον τα ψώνια

  • "Πηγαίνει για ψώνια κάθε παρασκευή"
    συνώνυμο:
  • κατάστημα

2. Do one's shopping at

  • Do business with
  • Be a customer or client of
    synonym:
  • patronize
  • ,
  • patronise
  • ,
  • shop
  • ,
  • shop at
  • ,
  • buy at
  • ,
  • frequent
  • ,
  • sponsor

2. Κάνετε τα ψώνια σας στο

  • Συνεργάζομαι με
  • Να είστε πελάτης ή πελάτης
    συνώνυμο:
  • υποστηρίζω
  • ,
  • κατάστημα
  • ,
  • κατάστημα στο
  • ,
  • αγοράζω
  • ,
  • συχνόσ
  • ,
  • χορηγός

3. Shop around

  • Not necessarily buying
  • "I don't need help, i'm just browsing"
    synonym:
  • shop
  • ,
  • browse

3. Περιπλανώμαι

  • Όχι απαραίτητα αγορά
  • "Δεν χρειάζομαι βοήθεια, απλά περιηγούμαι"
    συνώνυμο:
  • κατάστημα
  • ,
  • περιήγηση

4. Give away information about somebody

  • "He told on his classmate who had cheated on the exam"
    synonym:
  • denounce
  • ,
  • tell on
  • ,
  • betray
  • ,
  • give away
  • ,
  • rat
  • ,
  • grass
  • ,
  • shit
  • ,
  • shop
  • ,
  • snitch
  • ,
  • stag

4. Δώστε πληροφορίες για κάποιον

  • "Είπε στον συμμαθητή του που είχε εξαπατήσει τις εξετάσεις"
    συνώνυμο:
  • καταγγέλλω
  • ,
  • πες
  • ,
  • προδίδω
  • ,
  • παραδίδω
  • ,
  • αρουραίος
  • ,
  • χορτάρι
  • ,
  • σκατά
  • ,
  • κατάστημα
  • ,
  • αποκοπή
  • ,
  • αναβάλλω

Examples of using

The shop won't be open for clients tomorrow.
Το κατάστημα δεν θα είναι ανοιχτό για τους πελάτες αύριο.
Tom bought a bottle of vodka and some perfume at the duty-free shop.
Ο Τομ αγόρασε ένα μπουκάλι βότκα και λίγο άρωμα στο κατάστημα αφορολόγητων ειδών.
We don’t mean to talk shop.
Δεν θέλουμε να μιλήσουμε για το μαγαζί.