Translation meaning & definition of the word "shoemaker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shoemaker
[Κατασκευαστής]/ʃumekər/
noun
1. A person who makes or repairs shoes
- synonym:
- cobbler ,
- shoemaker
1. Ένα άτομο που φτιάχνει ή επισκευάζει παπούτσια
- συνώνυμο:
- καλαμπόκι ,
- παρακινητήσ