Translation meaning & definition of the word "shoe" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παπούτσι" στην ελληνική γλώσσα
Shoe
[Παπούτσι]noun
1. Footwear shaped to fit the foot (below the ankle) with a flexible upper of leather or plastic and a sole and heel of heavier material
- synonym:
- shoe
1. Υποδήματα σε σχήμα ποδιού (κάτω από τον αστράγαλο) με εύκαμπτο πάνω μέρος από δέρμα ή πλαστικό και σόλα και φτέρνα από βαρύτερο υλικό
- συνώνυμο:
- παπούτσι
2. (card games) a case from which playing cards are dealt one at a time
- synonym:
- shoe
2. (παιχνίδια κάρτα) μια περίπτωση από την οποία μοιράζονται οι κάρτες παιχνιδιού ένα κάθε φορά
- συνώνυμο:
- παπούτσι
3. U-shaped plate nailed to underside of horse's hoof
- synonym:
- horseshoe ,
- shoe
3. Πλάκα σε σχήμα καρφωμένη για να κάτω από την οπλή του αλόγου
- συνώνυμο:
- πέταλο ,
- παπούτσι
4. A restraint provided when the brake linings are moved hydraulically against the brake drum to retard the wheel's rotation
- synonym:
- brake shoe ,
- shoe ,
- skid
4. Ένας περιορισμός που παρέχεται όταν οι επενδύσεις φρένων κινούνται υδραυλικά ενάντια στο τύμπανο φρένων για να επιβραδυνθεί
- συνώνυμο:
- παπούτσι φρένων ,
- παπούτσι ,
- αποφλοίωση
verb
1. Furnish with shoes
- "The children were well shoed"
- synonym:
- shoe
1. Έπιπλα με παπούτσια
- "Τα παιδιά ήταν καλά φωναγμένα"
- συνώνυμο:
- παπούτσι