Translation meaning & definition of the word "shod" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σκός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shod
[Σκούπα]/ʃɑd/
adjective
1. Wearing footgear
- synonym:
- shod ,
- shodden ,
- shoed
1. Φορώντας υποπόδιο
- συνώνυμο:
- παπουτσιού ,
- παραφυλλίζω ,
- πατούσαν
2. Used of certain religious orders who wear shoes
- synonym:
- calced ,
- shod
2. Χρησιμοποιείται από ορισμένες θρησκευτικές εντολές που φορούν παπούτσια
- συνώνυμο:
- προεξέχω ,
- παπουτσιού
Examples of using
She was shod in pumps.
Ήταν παγιδευμένη σε αντλίες.