Translation meaning & definition of the word "shocking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shocking
[Σοκαριστικόσ]/ʃɑkɪŋ/
adjective
1. Glaringly vivid and graphic
- Marked by sensationalism
- "Lurid details of the accident"
- synonym:
- lurid ,
- shocking
1. Φωτεινά ζωντανό και γραφικό
- Χαρακτηρίζεται από εντυπωσιασμό
- "Καλές λεπτομέρειες του ατυχήματος"
- συνώνυμο:
- λουρίντ ,
- σοκαριστικός
2. Giving offense to moral sensibilities and injurious to reputation
- "Scandalous behavior"
- "The wicked rascally shameful conduct of the bankrupt"- thackeray
- "The most shocking book of its time"
- synonym:
- disgraceful ,
- scandalous ,
- shameful ,
- shocking
2. Δίνοντας προσβολή σε ηθικές ευαισθησίες και ζημιογόνο για τη φήμη
- "Σανδαλώδης συμπεριφορά"
- "Η πονηρή απερίσκεπτη συμπεριφορά των χρεοκοπημένων" - θάκερεϊ
- "Το πιο συγκλονιστικό βιβλίο της εποχής του"
- συνώνυμο:
- ντροπιαστικός ,
- σκανδαλώδησ ,
- σοκαριστικός
Examples of using
An opinion is shocking only if it is a conviction.
Μια άποψη είναι σοκαριστική μόνο αν είναι μια πεποίθηση.