Translation meaning & definition of the word "shivering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "παράδοση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shivering
[Ανατρίχια]/ʃɪvərɪŋ/
noun
1. A sensation of cold that often marks the start of an infection and the development of a fever
- synonym:
- chill ,
- shivering
1. Μια αίσθηση κρυολογήματος που συχνά σηματοδοτεί την έναρξη μιας λοίμωξης και την ανάπτυξη ενός πυρετού
- συνώνυμο:
- ψύχρα ,
- τρέμουλο
adjective
1. Vibrating slightly and irregularly
- As e.g. with fear or cold or like the leaves of an aspen in a breeze
- "A quaking bog"
- "The quaking child asked for more"
- "Quivering leaves of a poplar tree"
- "With shaking knees"
- "Seemed shaky on her feet"
- "Sparkling light from the shivering crystals of the chandelier"
- "Trembling hands"
- synonym:
- shaky ,
- shivering ,
- trembling
1. Δόνηση ελαφρώς και ακανόνιστα
- Όπως π.χ. με το φόβο ή το κρύο ή σαν τα φύλλα ενός άσπεν σε ένα αεράκι
- "Ένας κουίζ μπογκ"
- "Το παιδί που τους ταλαιπωρεί ζήτησε περισσότερα"
- "Παραδίδοντας φύλλα ενός δέντρου λεύκας"
- "Με τα γόνατα"
- "Φαινόταν ασταθής στα πόδια της"
- "Αφρώδες φως από τους κρυστάλλους του πολυέλαιου"
- "Τραβώντας τα χέρια"
- συνώνυμο:
- τρελός ,
- τρέμουλο ,
- τρέμει
Examples of using
He’s shivering because of the cold.
Τρέμουν λόγω του κρύου.