Translation meaning & definition of the word "shiver" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ανατροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shiver
[Τραγανίζων]/ʃɪvər/
noun
1. A reflex motion caused by cold or fear or excitement
- synonym:
- tremble ,
- shiver ,
- shake
1. Μια αντανακλαστική κίνηση που προκαλείται από το κρύο ή το φόβο ή τον ενθουσιασμό
- συνώνυμο:
- τρέμω ,
- ανακινώ
2. An almost pleasurable sensation of fright
- "A frisson of surprise shot through him"
- synonym:
- frisson ,
- shiver ,
- chill ,
- quiver ,
- shudder ,
- thrill ,
- tingle
2. Μια σχεδόν ευχάριστη αίσθηση τρόμου
- "Ένας φαρισαίος έκπληξης πυροβολήθηκε μέσα από αυτόν"
- συνώνυμο:
- φρίσσον ,
- τρέμω ,
- ψύχρα ,
- τρεμοπαίζω ,
- τρέμων ,
- συγκίνηση ,
- τσούζω
verb
1. Tremble convulsively, as from fear or excitement
- synonym:
- shudder ,
- shiver ,
- throb ,
- thrill
1. Τρέμουν σπασμωδικά, όπως από το φόβο ή τον ενθουσιασμό
- συνώνυμο:
- τρέμων ,
- τρέμω ,
- παλλόμενοσ ,
- συγκίνηση
2. Shake, as from cold
- "The children are shivering--turn on the heat!"
- synonym:
- shiver ,
- shudder
2. Ανακινήστε, όπως από το κρύο
- "Τα παιδιά τρέμουν-στρέφονται στη ζέστη!"
- συνώνυμο:
- τρέμω ,
- τρέμων
Examples of using
A shiver ran down my spine.
Ένας ρίγος έτρεξε κάτω από τη σπονδυλική μου στήλη.