Translation meaning & definition of the word "shirk" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "shirk" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shirk
[Αποφεύγω]/ʃərk/
verb
1. Avoid (one's assigned duties)
- "The derelict soldier shirked his duties"
- synonym:
- fiddle ,
- shirk ,
- shrink from ,
- goldbrick
1. Αποφύγετε (τα καθήκοντα που έχει ανατεθεί)
- "Ο εγκαταλελειμμένος στρατιώτης απέφυγε τα καθήκοντά του"
- συνώνυμο:
- βιολί ,
- αποφεύγω ,
- συρρικνώνομαι ,
- χρυσό τούβλο
2. Avoid dealing with
- "She shirks her duties"
- synonym:
- shirk
2. Αποφύγετε την αντιμετώπιση
- "Αποφεύγει τα καθήκοντά της"
- συνώνυμο:
- αποφεύγω