Translation meaning & definition of the word "shipping" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "αποστολή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shipping
[Ναυτιλία]/ʃɪpɪŋ/
noun
1. The commercial enterprise of moving goods and materials
- synonym:
- transportation ,
- shipping ,
- transport
1. Η εμπορική επιχείρηση των κινούμενων αγαθών και υλικών
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- ναυτιλία ,
- μεταφορές
2. Conveyance provided by the ships belonging to one country or industry
- synonym:
- shipping ,
- cargo ships ,
- merchant marine ,
- merchant vessels
2. Μεταφορά που παρέχεται από τα πλοία που ανήκουν σε μια χώρα ή βιομηχανία
- συνώνυμο:
- ναυτιλία ,
- φορτηγά πλοία ,
- εμπορικό ναυτικό ,
- εμπορικά σκάφη
Examples of using
It must have been broken during shipping.
Πρέπει να έχει σπάσει κατά τη διάρκεια της ναυτιλίας.
I work for a shipping company.
Δουλεύω για μια ναυτιλιακή εταιρεία.