Translation meaning & definition of the word "shipbuilding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ναυπηγική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shipbuilding
[Ναυπηγική]/ʃɪpbɪldɪŋ/
noun
1. The construction of ships
- synonym:
- shipbuilding ,
- ship building
1. Η κατασκευή των πλοίων
- συνώνυμο:
- ναυπηγική ,
- κτίριο πλοίων
Examples of using
Iron is used in shipbuilding.
Ο σίδηρος χρησιμοποιείται στη ναυπηγική βιομηχανία.