Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "ship" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλοίο" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Ship

[Πλοίο]
/ʃɪp/

noun

1. A vessel that carries passengers or freight

    synonym:
  • ship

1. Ένα σκάφος που μεταφέρει επιβάτες ή φορτία

    συνώνυμο:
  • πλοίο

verb

1. Transport commercially

    synonym:
  • transport
  • ,
  • send
  • ,
  • ship

1. Μεταφορές εμπορικά

    συνώνυμο:
  • μεταφορές
  • ,
  • αποστολή
  • ,
  • πλοίο

2. Hire for work on a ship

    synonym:
  • ship

2. Μίσθωση για εργασία σε ένα πλοίο

    συνώνυμο:
  • πλοίο

3. Go on board

    synonym:
  • embark
  • ,
  • ship

3. Πηγαίνω στο πλοίο

    συνώνυμο:
  • επιβιβάζομαι
  • ,
  • πλοίο

4. Travel by ship

    synonym:
  • ship

4. Ταξίδι με πλοίο

    συνώνυμο:
  • πλοίο

5. Place on board a ship

  • "Ship the cargo in the hold of the vessel"
    synonym:
  • ship

5. Τοποθετήστε το πλοίο σε ένα πλοίο

  • "Στείλτε το φορτίο στην αγκαλιά του σκάφους"
    συνώνυμο:
  • πλοίο

Examples of using

Our ship rounded the cape this morning.
Το πλοίο μας στρογγυλοποίησε το ακρωτήριο σήμερα το πρωί.
The ship is carrying raw cotton.
Το πλοίο μεταφέρει ακατέργαστο βαμβάκι.
The bad weather prevented our ship from arriving on time.
Ο κακός καιρός εμπόδισε το πλοίο μας να φτάσει εγκαίρως.