Translation meaning & definition of the word "shingles" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "κοιλιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shingles
[Κουδούνια]/ʃɪŋgəlz/
noun
1. Eruptions along a nerve path often accompanied by severe neuralgia
- synonym:
- herpes zoster ,
- zoster ,
- shingles
1. Εκρήξεις κατά μήκος μιας νευρικής πορείας που συχνά συνοδεύεται από σοβαρή νευραλγία
- συνώνυμο:
- έρπης ζωστήρας ,
- ζωστήρα ,
- έρπητα ζωστήρα