Translation meaning & definition of the word "shin" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φωνή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shin
[Στριφογυρίζω]/ʃɪn/
noun
1. The front part of the human leg between the knee and the ankle
- synonym:
- shin
1. Το μπροστινό μέρος του ανθρώπινου ποδιού ανάμεσα στο γόνατο και τον αστράγαλο
- συνώνυμο:
- λαμπ
2. A cut of meat from the lower part of the leg
- synonym:
- shin ,
- shin bone
2. Μια κοπή κρέατος από το κάτω μέρος του ποδιού
- συνώνυμο:
- λαμπ ,
- λαμπερό οστό
3. The 22nd letter of the hebrew alphabet
- synonym:
- shin
3. Το 22ο γράμμα του εβραϊκού αλφαβήτου
- συνώνυμο:
- λαμπ
4. The inner and thicker of the two bones of the human leg between the knee and ankle
- synonym:
- tibia ,
- shinbone ,
- shin bone ,
- shin
4. Το εσωτερικό και παχύτερο από τα δύο οστά του ανθρώπινου ποδιού μεταξύ του γόνατος και του αστραγάλου
- συνώνυμο:
- τίμπια ,
- σπονδυλική στήλη ,
- λαμπερό οστό ,
- λαμπ
verb
1. Climb awkwardly, as if by scrambling
- synonym:
- clamber ,
- scramble ,
- shin ,
- shinny ,
- skin ,
- struggle ,
- sputter
1. Σκαρφαλώστε αμήχανα, σαν να περιπλανιέται
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- ανακατώνω ,
- λαμπ ,
- λαμπερός ,
- δέρμα ,
- αγώνας ,
- πτυχώσεισ