Translation meaning & definition of the word "shifting" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατόπιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shifting
[Μετατόπιση]/ʃɪftɪŋ/
noun
1. The act of moving from one place to another
- "His constant shifting disrupted the class"
- synonym:
- shift ,
- shifting
1. Η πράξη της μετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο
- "Η συνεχής αλλαγή του διατάραξε την τάξη"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
adjective
1. Continuously varying
- "Taffeta with shifting colors"
- synonym:
- shifting
1. Συνεχώς ποικίλλει
- "Ταφτά με τα χρώματα που αλλάζουν"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
2. Changing position or direction
- "He drifted into the shifting crowd"
- "Their nervous shifting glances"
- "Shifty winds"
- synonym:
- shifting ,
- shifty
2. Αλλαγή θέσης ή κατεύθυνσης
- "Μετακινήθηκε στο μετατοπιζόμενο πλήθος"
- "Τα νευρικά τους βλέμματα που μετατοπίζονται"
- "Ανεμοδαρμένοι άνεμοι"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση ,
- αποτυχία
3. (of soil) unstable
- "Shifting sands"
- "Unfirm earth"
- synonym:
- shifting ,
- unfirm
3. ( του εδάφους) ασταθές
- "Μετακινούμενη άμμος"
- "Αβέβαιη γη"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση ,
- ανίκανοσ