Translation meaning & definition of the word "shift" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μετατόπιση" στην ελληνική γλώσσα
Shift
[Μετατόπιση]noun
1. An event in which something is displaced without rotation
- synonym:
- shift ,
- displacement
1. Ένα γεγονός στο οποίο κάτι εκτοπίζεται χωρίς περιστροφή
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
2. A qualitative change
- synonym:
- transformation ,
- transmutation ,
- shift
2. Μια ποιοτική αλλαγή
- συνώνυμο:
- μετασχηματισμός ,
- μεταστοιχείωση ,
- μετατόπιση
3. The time period during which you are at work
- synonym:
- shift ,
- work shift ,
- duty period
3. Η χρονική περίοδος κατά την οποία βρίσκεστε στην εργασία
- συνώνυμο:
- μετατόπιση ,
- αλλαγή εργασίας ,
- περίοδος δασμού
4. The act of changing one thing or position for another
- "His switch on abortion cost him the election"
- synonym:
- switch ,
- switching ,
- shift
4. Η πράξη της αλλαγής ενός πράγματος ή θέσης για ένα άλλο
- "Η εναλλαγή της άμβλωσης του κόστισε τις εκλογές"
- συνώνυμο:
- διακόπτης ,
- μετάβαση ,
- μετατόπιση
5. The act of moving from one place to another
- "His constant shifting disrupted the class"
- synonym:
- shift ,
- shifting
5. Η πράξη της μετάβασης από το ένα μέρος στο άλλο
- "Η συνεχής αλλαγή του διατάραξε την τάξη"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
6. (geology) a crack in the earth's crust resulting from the displacement of one side with respect to the other
- "They built it right over a geological fault"
- "He studied the faulting of the earth's crust"
- synonym:
- fault ,
- faulting ,
- geological fault ,
- shift ,
- fracture ,
- break
6. (γεωλογία) μια ρωγμή στο φλοιό της γης που προκύπτει από την εκτόπιση της μιας πλευράς σε σχέση με την άλλη
- "Το έχτισαν ακριβώς πάνω από ένα γεωλογικό ρήγμα"
- "Μελέτησε το ρήγμα του φλοιού της γης"
- συνώνυμο:
- λάθος ,
- ελαττώματα ,
- γεωλογικό ρήγμα ,
- μετατόπιση ,
- κάταγμα ,
- σπάω
7. A crew of workers who work for a specific period of time
- synonym:
- shift
7. Πλήρωμα εργαζομένων που εργάζονται για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
8. The key on the typewriter keyboard that shifts from lower-case letters to upper-case letters
- synonym:
- shift key ,
- shift
8. Το κλειδί στο πληκτρολόγιο γραφομηχανής που μετατοπίζεται από τα γράμματα κάτω περιπτώσεων στα γράμματα του πάνω μέρους
- συνώνυμο:
- κλειδί μετατόπισης ,
- μετατόπιση
9. A woman's sleeveless undergarment
- synonym:
- chemise ,
- shimmy ,
- shift ,
- slip ,
- teddy
9. Αμάνικο εσώρουχο μιας γυναίκας
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεύω ,
- λαμπερός ,
- μετατόπιση ,
- λασπώνω ,
- αρκουδάκι
10. A loose-fitting dress hanging straight from the shoulders without a waist
- synonym:
- chemise ,
- sack ,
- shift
10. Ένα χαλαρό φόρεμα που κρέμεται κατευθείαν από τους ώμους χωρίς μέση
- συνώνυμο:
- χημειοθεραπεύω ,
- σακίδιο ,
- μετατόπιση
verb
1. Make a shift in or exchange of
- "First joe led
- Then we switched"
- synonym:
- switch ,
- change over ,
- shift
1. Κάντε μια αλλαγή ή ανταλλαγή
- "Ο πρώτος τζο ηγήθηκε
- Μετά αλλάξαμε"
- συνώνυμο:
- διακόπτης ,
- αλλάζω ,
- μετατόπιση
2. Change place or direction
- "Shift one's position"
- synonym:
- shift ,
- dislodge ,
- reposition
2. Αλλαγή θέσης ή κατεύθυνσης
- "Σηκώστε τη θέση κάποιου"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση ,
- αποσυνδέω ,
- επανατοποθετήστε
3. Move around
- "Transfer the packet from his trouser pockets to a pocket in his jacket"
- synonym:
- transfer ,
- shift
3. Περπατώ
- "Μεταφέρετε το πακέτο από τις τσέπες του παντελονιού σε μια τσέπη στο σακάκι του"
- συνώνυμο:
- μεταφορά ,
- μετατόπιση
4. Move very slightly
- "He shifted in his seat"
- synonym:
- stir ,
- shift ,
- budge ,
- agitate
4. Κινηθείτε πολύ ελαφρώς
- "Μετατοπίστηκε στη θέση του"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- μετατόπιση ,
- παπαγάλοσ ,
- αναστατώνω
5. Move from one setting or context to another
- "Shift the emphasis"
- "Shift one's attention"
- synonym:
- shift
5. Μετακίνηση από μια ρύθμιση ή περιβάλλον σε άλλη
- "Αλλάξτε την έμφαση"
- "Αλλάξτε την προσοχή κάποιου"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
6. Change in quality
- "His tone shifted"
- synonym:
- shift
6. Αλλαγή ποιότητας
- "Ο τόνος του άλλαξε"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
7. Move and exchange for another
- "Shift the date for our class reunion"
- synonym:
- shift
7. Μετακίνηση και ανταλλαγή για ένα άλλο
- "Αλλάξτε την ημερομηνία για την ταξική μας επανένωση"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
8. Move sideways or in an unsteady way
- "The ship careened out of control"
- synonym:
- careen ,
- wobble ,
- shift ,
- tilt
8. Μετακινήστε πλάγια ή με ασταθές τρόπο
- "Το πλοίο φροντίζει εκτός ελέγχου"
- συνώνυμο:
- ανακατεύω ,
- περιπλανώμαι ,
- μετατόπιση ,
- κλίση
9. Move abruptly
- "The ship suddenly lurched to the left"
- synonym:
- lurch ,
- pitch ,
- shift
9. Κινηθείτε απότομα
- "Το πλοίο πήγε ξαφνικά προς τα αριστερά"
- συνώνυμο:
- λαγκ ,
- πίσσα ,
- μετατόπιση
10. Use a shift key on a keyboard
- "She could not shift so all her letters are written in lower case"
- synonym:
- shift
10. Χρησιμοποιήστε ένα πλήκτρο μετατόπισης σε ένα πληκτρολόγιο
- "Δεν μπορούσε να αλλάξει έτσι ώστε όλα τα γράμματά της να είναι γραμμένα σε χαμηλότερη περίπτωση"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
11. Change phonetically as part of a systematic historical change
- "Grimm showed how the consonants shifted"
- synonym:
- shift
11. Αλλαγή φωνητικά ως μέρος μιας συστηματικής ιστορικής αλλαγής
- "Ο γκριμ έδειξε πώς μετατοπίστηκαν τα σύμφωνα"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
12. Change gears
- "You have to shift when you go down a steep hill"
- synonym:
- shift
12. Αλλάζω εργαλεία
- "Πρέπει να αλλάξετε όταν κατεβείτε έναν απότομο λόφο"
- συνώνυμο:
- μετατόπιση
13. Lay aside, abandon, or leave for another
- "Switch to a different brand of beer"
- "She switched psychiatrists"
- "The car changed lanes"
- synonym:
- switch ,
- shift ,
- change
13. Αφήστε το στην άκρη, εγκαταλείψτε ή αφήστε το για κάποιον άλλο
- "Μετάβαση σε διαφορετική μάρκα μπύρας"
- "Αλλάζει ψυχίατρο"
- "Το αυτοκίνητο άλλαξε λωρίδες"
- συνώνυμο:
- διακόπτης ,
- μετατόπιση ,
- αλλαγή