Translation meaning & definition of the word "shielding" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "θωράκιση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shielding
[Θωράκιση]/ʃildɪŋ/
noun
1. The act of shielding from harm
- synonym:
- shielding
1. Η πράξη της θωράκισης από τη ζημιά
- συνώνυμο:
- θωράκιση
2. A shield of lead or concrete intended as a barrier to radiation emitted in nuclear decay
- synonym:
- shielding
2. Μια ασπίδα μολύβδου ή σκυροδέματος που προορίζεται ως εμπόδιο στην ακτινοβολία που εκπέμπεται στην πυρηνική διάσπαση
- συνώνυμο:
- θωράκιση
3. Shield consisting of an arrangement of metal mesh or plates designed to protect electronic equipment from ambient electromagnetic interference
- synonym:
- shielding
3. Ασπίδα που αποτελείται από διάταξη μεταλλικού πλέγματος ή πλακών σχεδιασμένων για προστασία ηλεκτρονικού εξοπλισμού από ηλεκτρομαγνητικές
- συνώνυμο:
- θωράκιση