Translation meaning & definition of the word "sherlock" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σέρλοκ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sherlock
[Σέρλοκ]/ʃərlɑk/
noun
1. Someone who can be employed as a detective to collect information
- synonym:
- private detective ,
- PI ,
- private eye ,
- private investigator ,
- operative ,
- shamus ,
- sherlock
1. Κάποιος που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως ντετέκτιβ για τη συλλογή πληροφοριών
- συνώνυμο:
- ιδιωτικός ντετέκτιβ ,
- Π ,
- ιδιωτικό μάτι ,
- ιδιωτικός ερευνητής ,
- λειτουργική ,
- σάμος ,
- σέρλοκ