Translation meaning & definition of the word "sheriff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σερίφης" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sheriff
[Σερίφης]/ʃɛrəf/
noun
1. The principal law-enforcement officer in a county
- synonym:
- sheriff
1. Ο κύριος αξιωματικός επιβολής του νόμου σε μια κομητεία
- συνώνυμο:
- σερίφης