Translation meaning & definition of the word "shelter" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ράφι" στην ελληνική γλώσσα
Shelter
[Καταφύγιο]noun
1. A structure that provides privacy and protection from danger
- synonym:
- shelter
1. Μια δομή που παρέχει ιδιωτικότητα και προστασία από τον κίνδυνο
- συνώνυμο:
- καταφύγιο
2. Protective covering that provides protection from the weather
- synonym:
- shelter
2. Προστατευτικό κάλυμμα που παρέχει προστασία από τον καιρό
- συνώνυμο:
- καταφύγιο
3. The condition of being protected
- "They were huddled together for protection"
- "He enjoyed a sense of peace and protection in his new home"
- synonym:
- protection ,
- shelter
3. Η κατάσταση της προστασίας
- "Μαζεύτηκαν μαζί για προστασία"
- "Απολάμβανε μια αίσθηση ειρήνης και προστασίας στο νέο του σπίτι"
- συνώνυμο:
- προστασία ,
- καταφύγιο
4. A way of organizing business to reduce the taxes it must pay on current earnings
- synonym:
- tax shelter ,
- shelter
4. Ένας τρόπος οργάνωσης των επιχειρήσεων για τη μείωση των φόρων που πρέπει να πληρώσει για τα τρέχοντα κέρδη
- συνώνυμο:
- φορολογικό καταφύγιο ,
- καταφύγιο
5. Temporary housing for homeless or displaced persons
- synonym:
- shelter
5. Προσωρινή στέγαση για άστεγους ή εκτοπισμένους
- συνώνυμο:
- καταφύγιο
verb
1. Provide shelter for
- "After the earthquake, the government could not provide shelter for the thousands of homeless people"
- synonym:
- shelter
1. Παρέχει καταφύγιο για
- "Μετά το σεισμό, η κυβέρνηση δεν μπορούσε να προσφέρει καταφύγιο στους χιλιάδες αστέγους"
- συνώνυμο:
- καταφύγιο
2. Invest (money) so that it is not taxable
- synonym:
- shelter
2. Επενδύστε (μονεϊ) έτσι ώστε να μην φορολογείται
- συνώνυμο:
- καταφύγιο