Translation meaning & definition of the word "shellfish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ψαράκι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Shellfish
[Κελάρι]/ʃɛlfɪʃ/
noun
1. Meat of edible aquatic invertebrate with a shell (especially a mollusk or crustacean)
- synonym:
- shellfish
1. Κρέας βρώσιμων υδρόβιων ασπόνδυλων με κέλυφος (ειδικά μαλάκιο ή καρκινοειδές )
- συνώνυμο:
- οστρακοειδή
2. Invertebrate having a soft unsegmented body usually enclosed in a shell
- synonym:
- mollusk ,
- mollusc ,
- shellfish
2. Ασπόνδυλα που έχουν ένα μαλακό μη διαχωρισμένο σώμα συνήθως περικλείονται σε ένα κέλυφος
- συνώνυμο:
- μολλούκ ,
- μαλάκι ,
- οστρακοειδή