Translation meaning & definition of the word "sheet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "φύλλο" στην ελληνική γλώσσα
Sheet
[Φύλλο]noun
1. Any broad thin expanse or surface
- "A sheet of ice"
- synonym:
- sheet
1. Οποιαδήποτε ευρεία λεπτή έκταση ή επιφάνεια
- "Ένα φύλλο πάγου"
- συνώνυμο:
- φύλλο
2. Paper used for writing or printing
- synonym:
- sheet ,
- piece of paper ,
- sheet of paper
2. Χαρτί που χρησιμοποιείται για τη γραφή ή την εκτύπωση
- συνώνυμο:
- φύλλο ,
- κομμάτι χαρτί ,
- φύλλο χαρτιού
3. Bed linen consisting of a large rectangular piece of cotton or linen cloth
- Used in pairs
- synonym:
- sheet ,
- bed sheet
3. Κλινοσκεπάσματα που αποτελούνται από ένα μεγάλο ορθογώνιο κομμάτι βαμβάκι ή λινό πανί
- Χρησιμοποιείται σε ζευγάρια
- συνώνυμο:
- φύλλο ,
- σεντόνι
4. (mathematics) an unbounded two-dimensional shape
- "We will refer to the plane of the graph as the x-y plane"
- "Any line joining two points on a plane lies wholly on that plane"
- synonym:
- plane ,
- sheet
4. ( μαθηματικά) ένα απεριόριστο δισδιάστατο σχήμα
- "Θα αναφερθούμε στο επίπεδο του γραφήματος ως το επίπεδο χ-υ"
- "Οποιαδήποτε γραμμή ενώνει δύο σημεία σε ένα αεροπλάνο βρίσκεται εξ ολοκλήρου σε αυτό το αεροπλάνο"
- συνώνυμο:
- αεροπλάνο ,
- φύλλο
5. Newspaper with half-size pages
- synonym:
- tabloid ,
- rag ,
- sheet
5. Εφημερίδα με σελίδες μισού μεγέθους
- συνώνυμο:
- ταμπλόιντ ,
- πανουργία ,
- φύλλο
6. A flat artifact that is thin relative to its length and width
- synonym:
- sheet ,
- flat solid
6. Ένα επίπεδο τεχνούργημα που είναι λεπτό σε σχέση με το μήκος και το πλάτος του
- συνώνυμο:
- φύλλο ,
- επίπεδο στερεό
7. (nautical) a line (rope or chain) that regulates the angle at which a sail is set in relation to the wind
- synonym:
- sheet ,
- tack ,
- mainsheet ,
- weather sheet ,
- shroud
7. (ναυτικό) μια γραμμή (ροπέ ή αλυσίδα) που ρυθμίζει τη γωνία με την οποία τοποθετείται ένα πανί σε σχέση με τον άνεμο
- συνώνυμο:
- φύλλο ,
- περιπλέκω ,
- φύλλο κεντρικού δικτύου ,
- φύλλο καιρού ,
- περιπλανώμενοσ
8. A large piece of fabric (usually canvas fabric) by means of which wind is used to propel a sailing vessel
- synonym:
- sail ,
- canvas ,
- canvass ,
- sheet
8. Ένα μεγάλο κομμάτι ύφασμα (συνήθως ύφασμα καμβά) με το οποίο ο άνεμος χρησιμοποιείται για να ωθήσει ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος
- συνώνυμο:
- πλέω ,
- καμβάς ,
- καμβά ,
- φύλλο
verb
1. Come down as if in sheets
- "The rain was sheeting down during the monsoon"
- synonym:
- sheet
1. Κατέβα σαν σε φύλλα
- "Η βροχή έπεφτε κάτω κατά τη διάρκεια του μουσώνα"
- συνώνυμο:
- φύλλο
2. Cover with a sheet, as if by wrapping
- "Sheet the body"
- synonym:
- sheet
2. Καλύψτε με ένα φύλλο, σαν να τυλίγετε
- "Αναπνεύστε το σώμα"
- συνώνυμο:
- φύλλο