Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "sheer" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ακροατής" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Sheer

[Στραβόσ]
/ʃɪr/

verb

1. Turn sharply

  • Change direction abruptly
  • "The car cut to the left at the intersection"
  • "The motorbike veered to the right"
    synonym:
  • swerve
  • ,
  • sheer
  • ,
  • curve
  • ,
  • trend
  • ,
  • veer
  • ,
  • slue
  • ,
  • slew
  • ,
  • cut

1. Γυρίζω απότομα

  • Αλλάξτε κατεύθυνση απότομα
  • "Το αυτοκίνητο κόβεται προς τα αριστερά στη διασταύρωση"
  • "Η μοτοσικλέτα έφτασε στα δεξιά"
    συνώνυμο:
  • ταλαντεύω
  • ,
  • καθαρός
  • ,
  • καμπύλη
  • ,
  • τάση
  • ,
  • παρακινδυνεύω
  • ,
  • πλοκή
  • ,
  • λεπτόσ
  • ,
  • κόβω

2. Cause to sheer

  • "She sheered her car around the obstacle"
    synonym:
  • sheer

2. Αιτία του καθαρού

  • "Σημάδεψε το αυτοκίνητό της γύρω από το εμπόδιο"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

adjective

1. Complete and without restriction or qualification

  • Sometimes used informally as intensifiers
  • "Absolute freedom"
  • "An absolute dimwit"
  • "A downright lie"
  • "Out-and-out mayhem"
  • "An out-and-out lie"
  • "A rank outsider"
  • "Many right-down vices"
  • "Got the job through sheer persistence"
  • "Sheer stupidity"
    synonym:
  • absolute
  • ,
  • downright
  • ,
  • out-and-out(a)
  • ,
  • rank(a)
  • ,
  • right-down
  • ,
  • sheer(a)

1. Πλήρης και χωρίς περιορισμούς ή προσόντα

  • Μερικές φορές χρησιμοποιείται ανεπίσημα ως ενισχυτές
  • "Απόλυτη ελευθερία"
  • "Ένα απόλυτο αμυδρό"
  • "Εντελώς ψέμα"
  • "Εξωτερικό χάος"
  • "Ένα ψέμα εκτός δρόμου"
  • "Ένας ξένος"
  • "Πολλές δεξιές κακίες"
  • "Ξεχνάτε τη δουλειά μέσα από την απόλυτη επιμονή"
  • "Αυτή η βλακεία"
    συνώνυμο:
  • απόλυτος
  • ,
  • εντελώς
  • ,
  • εξω-και-ουτ(-)
  • ,
  • βασι(α
  • ,
  • δεξιά προς τα κάτω
  • ,
  • φαρυ(

2. Not mixed with extraneous elements

  • "Plain water"
  • "Sheer wine"
  • "Not an unmixed blessing"
    synonym:
  • plain
  • ,
  • sheer
  • ,
  • unmingled
  • ,
  • unmixed

2. Δεν αναμιγνύεται με ξένα στοιχεία

  • "Απλό νερό"
  • "Κρασί ακουστικό"
  • "Όχι μια ανάμικτη ευλογία"
    συνώνυμο:
  • απλός
  • ,
  • καθαρός
  • ,
  • αχαλίνωτοσ
  • ,
  • αναμειγμένο

3. Very steep

  • Having a prominent and almost vertical front
  • "A bluff headland"
  • "Where the bold chalk cliffs of england rise"
  • "A sheer descent of rock"
    synonym:
  • bluff
  • ,
  • bold
  • ,
  • sheer

3. Πολύ απότομο

  • Έχοντας ένα προεξέχον και σχεδόν κάθετο μέτωπο
  • "Μια μπλόφα ακρωτήρι"
  • "Εκεί που υψώνονται οι τολμηροί βράχοι κιμωλίας της αγγλίας"
  • "Μια καθαρή κάθοδος του βράχου"
    συνώνυμο:
  • μπλόφα
  • ,
  • τολμηρός
  • ,
  • καθαρός

4. So thin as to transmit light

  • "A hat with a diaphanous veil"
  • "Filmy wings of a moth"
  • "Gauzy clouds of dandelion down"
  • "Gossamer cobwebs"
  • "Sheer silk stockings"
  • "Transparent chiffon"
  • "Vaporous silks"
    synonym:
  • diaphanous
  • ,
  • filmy
  • ,
  • gauzy
  • ,
  • gauze-like
  • ,
  • gossamer
  • ,
  • see-through
  • ,
  • sheer
  • ,
  • transparent
  • ,
  • vaporous
  • ,
  • vapourous
  • ,
  • cobwebby

4. Τόσο λεπτό ώστε να μεταδίδει φως

  • "Ένα καπέλο με διαφανές πέπλο"
  • "Φτερά φιλμ ενός σκώρου"
  • "Έντονα σύννεφα της πικραλίδας κάτω"
  • "Αράχνες αράχνης από αράχνες"
  • "Ακουστικές κάλτσες μεταξιού"
  • "Διαφανές σιφόν"
  • "Φαβορί μετάξι"
    συνώνυμο:
  • διαφανήσ
  • ,
  • φιλμ
  • ,
  • γάζα
  • ,
  • αλαζονεύων
  • ,
  • ανακαλύπτω
  • ,
  • καθαρός
  • ,
  • διαφανής
  • ,
  • ατμώδησ
  • ,
  • κόμπεμπι

adverb

1. Straight up or down without a break

    synonym:
  • sheer
  • ,
  • perpendicularly

1. Ευθεία πάνω ή κάτω χωρίς διάλειμμα

    συνώνυμο:
  • καθαρός
  • ,
  • κάθετα

2. Directly

  • "He fell sheer into the water"
    synonym:
  • sheer

2. Άμεσα

  • "Έπεσε στο νερό"
    συνώνυμο:
  • καθαρός

Examples of using

We survived by sheer luck.
Επιβιώσαμε από τύχη.
It is a sheer waste of time.
Είναι ένα απόλυτο χάσιμο χρόνου.