Translation meaning & definition of the word "sheep" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πρόβατα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sheep
[Πρόβατα]/ʃip/
noun
1. Woolly usually horned ruminant mammal related to the goat
- synonym:
- sheep
1. Μάλλινο συνήθως κέρατο μηρυκαστικό θηλαστικό που σχετίζεται με την κατσίκα
- συνώνυμο:
- πρόβατο
2. A timid defenseless simpleton who is readily preyed upon
- synonym:
- sheep
2. Ένας δειλός ανυπεράσπιστος απλός τόνος που είναι εύκολα θηρευμένος
- συνώνυμο:
- πρόβατο
3. A docile and vulnerable person who would rather follow than make an independent decision
- "His students followed him like sheep"
- synonym:
- sheep
3. Ένα υπάκουο και ευάλωτο άτομο που θα προτιμούσε να ακολουθήσει παρά να πάρει μια ανεξάρτητη απόφαση
- "Οι μαθητές του τον ακολουθούσαν σαν πρόβατο"
- συνώνυμο:
- πρόβατο
Examples of using
A flock of sheep was grazing in the fields.
Ένα κοπάδι πρόβατα βόσκουν στα χωράφια.
Tom is selling his sheep.
Ο Τομ πουλάει τα πρόβατά του.
Tom is shearing the sheep.
Ο Τομ κουράζει τα πρόβατα.